ἐσέχων

ἐσέχων
εἰσέχω
stretch into
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εισέχω — εἰσέχω (Α) 1. προχωρώ μέσα σε κάτι, εισχωρώ 2. έχω έξοδο σε... («ἦν γὰρ δὴ θάλαμος ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα») 3. είμαι κοίλος 4. (το ουδ. μτχ. εν.) τὸ ἐσέχον (στη ζωγραφική) αυτό που εικονίζεται να βρίσκεται στο εσωτερικό …   Dictionary of Greek

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”